- δώτειρα
- δώτειρα, ἡ, fem. of sq., Linusap.Stob.3.1.70, Arat.113, Man.2.447, Nonn.D.19.45.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δώτειρα — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δώτειρ' — δώτειρα , δώτειρα fem nom/voc sg δώτειραι , δώτειρα fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δώτειραν — δώτειρα fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεσσιδώτειρα — ἡ, Α (ποιητ. τ.) αυτή που παρέχει ολοκλήρωση, εκπλήρωση («πολλὰ γὰρ τίκτει Μοῑρα τελεσσιδώτειρ Αἰών τε Κρόνου παῑς», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ τού τέλος* + δώτειρα (πρβλ. χαριτο δώτειρα), με διπλασιασμό τού σ για διευθέτηση μετρικών αναγκών] … Dictionary of Greek
δωτήρ — δωτήρ, ο (θηλ. δώτειρα, η) (Α) πάροχος, χορηγός … Dictionary of Greek
πανδώτειρα — ή, Α (ως επίθετο τής γης και τής φύσης) αυτή που παρέχει τα πάντα, που χαρίζει κάθε αγαθό. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + δώτειρα, θηλ. τού δωτήρ] … Dictionary of Greek
χαριτοδώτειρα — ἡ, Α (ως προσωνυμία τής Ίσιδος) αυτή που δίνει χάρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, ιτος + δώτειρα θηλ. του δώτης (< δίδωμι)] … Dictionary of Greek